- Λυχνό
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 290 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στις βόρειες πλαγιές του όρους Οίτη, 37 χλμ. ΝΔ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υπάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα … Dictionary of Greek
άλυχνος — η, ο (Α ἄλυχνος, ον) [λύχνος] αυτός που δεν έχει λύχνο ή φως, αφώτιστος νεοελλ. ο υπερβολικά φτωχός, πάμφτωχος … Dictionary of Greek
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
δίμυξος — δίμυξος, ον (AM) (για λύχνο) αυτός που έχει δυο θρυαλλίδες, φιτίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μύξα «θρυαλλίδα τού λύχνου»] … Dictionary of Greek
επτάπυρος — ἑπτάπυρος, ον (Α) (για λύχνο) με επτά φλόγες, με εφτά φιτίλια … Dictionary of Greek
ετοιμοθάνατος — η, ο (ΑΜ ἑτοιμοθάνατος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά στον θάνατο, ο μελλοθάνατος 2. (για λύχνο) αυτός που είναι έτοιμος να σβήσει μσν. ο έτοιμος να πεθάνει, δηλ. ο απελπισμένος («ἑτοιμοθάνατοι οὐδὲ ψυχῶν ὑμῶν φείδεσθε», Θεοφάν.)… … Dictionary of Greek
ιεροκαυτώ — ἱεροκαυτῶ, έω (Α) 1. προσφέρω θυσία ως ολοκαύτωμα 2. παθ. ἱεροκαυτοῡμαι, έομαι καίγομαι ως θύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + καυτώ (< καυτος < καυτός), πρβλ. λυχνο καυτώ, ολο καυτώ] … Dictionary of Greek
κεροστάτης — και κηροστάτης, ο εκκλησιατικό και οικιακό σκεύος, στις υποδοχές τού οποίου τοποθετούνται τα κεριά για να στηρίζονται, μανουάλι, κηροπήγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. λυχνο στάτης, φανο στάτης] … Dictionary of Greek
κηρηθροστάτης — ο ειδικό στήριγμα πάνω στο οποίο τοποθετούνται οι κηρήθρες για να αφαιρεθεί το στρώμα κεριού που έχει σχηματιστεί στα κελλιά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρήθρα + στάτης (< ἵστημη, πρβλ. λυχνο στάτης, φανο στάτης] … Dictionary of Greek
κηροστάτης — ο (Μ κηροστάτης) 1. μεγάλο κηροπήγιο στο οποίο τοποθετούνται τα κεριά, κν. μανουάλι 2. μικρό κηροπήγιο με μία ή περισσότερες υποδοχές, κν. καντηλέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + στάτης (< ἵστημι) πρβλ. λυχνο στάτης, φανο στάτης] … Dictionary of Greek